- συγκασιγνήτη
- συγκᾰσιγνήτη, ἡ,A own sister, E.IT800.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκασιγνήτη — own sister fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκασιγνήτη — ἡ, Α αδελφή από τους ίδιους γονείς, αυταδέλφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κασιγνήτη / κασίγνητος «ομοπάτριος αδελφή»] … Dictionary of Greek
σύγκασις — άσεως, ἡ, Α συγκασιγνήτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κάσις «αδελφός, αδελφή»] … Dictionary of Greek